προκήρυξη για τις φοιτητικές κινητοποιήσεις ιουνίου 2006

Τέρμα πια οι αυταπάτες- τέρμα πια οι εκτονώσεις…

Εχθρός μας το κράτος και ο καπιταλισμός.

Πρόκειται για μια περίοδο όπου το κράτος και τα αφεντικά εντείνουν διαρκώς και σε κάθε μέτωπο την επιθετικότητα τους στα πλαίσια της ευρύτερης διαδικασίας του κοινωνικού εκσυγχρονισμού. Έτσι προωθούν σκληρότερους όρους εκμετάλλευσης και καταπίεσης μέσα από την εντατικοποίηση της εργασίας, τον εκβιασμό της ανεργίας, διευρύνοντας για εκατομμύρια καταπιεσμένους τους κοινωνικούς αποκλεισμούς, τη φτώχεια και την ανέχεια. Ενώ ταυτόχρονα οξύνουν την καταστολή και επιχειρούν να εμπεδώσουν τον έλεγχο ως μόνιμη κοινωνική συνθήκη ώστε να αποτρέψουν ή και να εξουδετερώσουν τις κοινωνικές αντιστάσεις.

Έτσι λοιπόν και στην εκπαίδευση, που ανέκαθεν αποτελούσε μέσο και  ιδεολογικό εργαλείο για την απρόσκοπτη και συνολική προώθηση των εκάστοτε σχεδιασμών του κράτους και του κεφαλαίου, τα τελευταία χρόνια βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία εκσυγχρονισμού της, στα πλαίσια και τις νέες ανάγκες που επιτάσσουν οι κυρίαρχοι. Μια διαδικασία εκσυγχρονισμού στην κατεύθυνση της εντατικοποίησης της εκπαίδευσης, της αμεσότερης σύνδεσης της με την παραγωγή και την αγορά εν γένει, αλλά και συντήρησης και ενίσχυσης του ρόλου της όσον αφορά την προώθηση της εξατομίκευσης, του ανταγωνισμού και της υποταγής.

Μέσα σε αυτή την συνθήκη, της συνεχούς και πολυμέτωπης επίθεσης των αφεντικών οι κοινωνικές αντιστάσεις πολλές φορές εγκλωβίζονται και χαρακτηρίζονται από αποσπασματικότητα, μερικότητα (κάτι που προωθούν, άλλωστε, και οι χειραγωγικοί-συνδικαλιστικοί μηχανισμοί) και αμυντικότητα (δηλαδή να κρατηθούν τα «κεκτημένα» -ουσιαστικά η αποδοχή των παρόντων άγριων συνθηκών εκμετάλλευσης από τους ίδιους τους καταπιεσμένους) έναντι των αντικοινωνικών πρωτοβουλιών των πολιτικοκοινωνικών αφεντικών. Ζητούμενο για εμάς, ως αναρχικοί-αντιεξουσιαστές, είναι κάθε μέτωπο του κοινωνικού πολέμου να είναι και ένα μέτωπο αγώνα και να νοηματοδοτείται από τους ίδιους τους αγωνιζόμενους ως σημείο ρήξης-αντιπαράθεσης και σύγκρουσης συνολικά με τις επιλογές των αφεντικών, να είναι σημείο του αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση, για την κατάκτηση της ελευθερίας.

Έτσι οι κινητοποιήσεις του περασμένου χρόνου ενάντια στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση με αποκορύφωμα αυτές της άνοιξης, με εκατοντάδες καταλήψεις σχολών και με συνεχείς διαδηλώσεις (οι οποίες, από ένα σημείο και μετά και εξαιτίας της βίαιης καταστολής που δέχτηκαν, απέκτησαν ανοιχτά συγκρουσιακά χαρακτηριστικά) συμπυκνώνουν στην ουσία, έστω και στιγμιαία, μια γενικευμένη κοινωνική δυσφορία για κάθε πτυχή της καθημερινότητας, για τους επιβαλλόμενους όρους «από τα πάνω» που συνιστούν τη ζωή ως επιβίωση΄ μια συνθήκη αγώνα, μέσα από την οποία δεν υπήρχε απλά ο φόβος των αγωνιζόμενων πως τα χειρότερα έπονται (όπως έλεγαν και επιχειρούσαν να αναδείξουν σε επίκεντρο των κινητοποιήσεων, κινδυνολογώντας, οι ηγεσίες των αριστερών φοιτητικών παρατάξεων -για δυο νόμους και δυο διατάγματα-) αλλά πως όσα έχουν γίνει, πως όσα ήδη ζούμε είναι αρκετά για να αγωνιστούμε και να κατέβουμε στους δρόμους.

 

Αυτό το ρεύμα αμφισβήτησης που αναπτύχθηκε στις κατειλημμένες σχολές, στους δρόμους και στις συγκρούσεις με τις μονάδες καταστολής, με τη συμμετοχή χιλιάδων φοιτητών, νεολαίων και αλληλέγγυων και δημιούργησε τις συνθήκες σύγκρουσης με κεντρικές πολιτικές του κράτους αποτέλεσε ένα ευνοϊκό πεδίο για την παρέμβαση των αναρχικών, ώστε η δυναμική του να μην αναλωθεί και εκτονωθεί σε ένα στενό συντεχνιακό και αιτηματικό πλαίσιο. Αυτό ήταν άλλωστε το πολιτικό πλαίσιο που θέλησαν να δώσουν σε αυτόν τον αγώνα φοιτητικές παρατάξεις και πολιτικές οργανώσεις της αριστεράς, προσπαθώντας να προωθήσουν τις ματαιόδοξες και ηττοπαθείς λογικές τους μέσα από πολιτικούς τυχοδιωκτισμούς, περιγράφοντας την εκπαίδευση που οραματίζονται (πτυχία με αξία -για όλους- και δουλειά αντάξια των πτυχίων -πάλι, για όλους-) ως μια νησίδα ελευθερίας σε έναν κόσμο σκλαβιάς και εκμετάλλευσης για χιλιάδες νεολαίους. Άραγε, τι σημασία έχει το πτυχίο -ή μη- για όλους αυτούς που δουλεύουν για ψίχουλα, σε άθλιες συνθήκες, για κάθε μικρό και μεγάλο αφεντικό (βλέπε part-time, ντελιβεράδες, σερβιτόρους, πωλητές-τριες, χαμηλόμισθους εργάτες του τριτογενή τομέα);

Έτσι απέναντι σε τέτοιου είδους λογικές το ζήτημα είναι το πώς ένα σημείο αγώνα, όπως αυτό ενάντια στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, θα διευρυνθεί κοινωνικά, θα ριζοσπαστικοποιήσει την κριτική και τις συνειδήσεις των αγωνιζόμενων και θα αποτελέσει σημείο αναφοράς και αντεπίθεσης και άλλων κοινωνικών κομματιών που πλήττονται από τις επιλογές του κράτους και των αφεντικών.

Σε αυτή την προοπτική που θα ήταν δυνατό να είχαν αυτές οι κινητοποιήσεις το κράτος αντέταξε τις κατασταλτικές του δυνάμεις. Οι διαδηλώσεις χτυπήθηκαν από τα ΜΑΤ στην Αθήνα, την Θεσσαλονίκη και τα Χανιά, δεκάδες προσαγωγές πραγματοποιήθηκαν και τελικά έξι αγωνιστές διώκονται. Εντεταλμένοι τραμπούκοι της ΔΑΠ επιχείρησαν βίαια να σπάσουν καταλήψεις, μέχρι και παρακρατικά φασιστοειδή της «χρυσής αυγής» επιστρατεύτηκαν πετώντας πέτρες πίσω από τα ΜΑΤ κατά την διάρκεια συγκρούσεων έξω από το Πολυτεχνείο. Ενώ ταυτόχρονα οι μηχανισμοί χειραγώγησης και προπαγάνδας του κράτους (Μ.Μ.Ε.) προσπαθούσαν να υποβαθμίσουν αρχικά τις κινητοποιήσεις, όταν όμως αυτές γιγαντώθηκαν στους δρόμους, επανέφεραν το γνωστό παραμύθι περί μειοψηφικών προβοκατόρων που καταστρέφουν περιουσίες (προφανώς εννοώντας τη βουλή, το υπουργείο παιδείας και τις τράπεζες). Μια επιχείρηση προπαγάνδας που αποσκοπούσε στην εγκληματοποίηση των αναρχικών ώστε να δικαιολογηθεί η άγρια καταστολή τόσο εναντίον του συνόλου των διαδηλωτών, όσο και ειδικότερα των αντιεξουσιαστών, αλλά και να αποκοινωνικοποιηθούν και να εγκληματοποιηθούν πρακτικές αγώνα που οικειοποιήθηκαν στους δρόμους από πολλούς νεολαίους.

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια και στο βαθμό που συμμετείχαμε ως αναρχικοί/αντιεξουσιαστές στις κινητοποιήσεις που έλαβαν χώρα την περασμένη άνοιξη, αντιλαμβανόμαστε τον αγώνα ενάντια στην αναδιάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος ως μέρος του συνολικότερου αγώνα για την ανατροπή του κράτους και του καπιταλισμού. Σ’ αυτό τον αγώνα συμμετείχαμε ως αναρχικοί, αλληλέγγυοι, θέτοντας συνολικά προτάγματα και όχι με το ρόλο του φοιτητή, του «συμπαραστάτη» ή κάποιου επιτελικού συγκρουσιακού βραχίονα. Η ριζοσπαστικοποίηση όσων βρέθηκαν στον δρόμο, έστω κι αν δεν ξεπεράστηκαν οι ρόλοι που μοιράζει απλόχερα ο καπιταλισμός (στην περίπτωσή μας του φοιτητή), αποτελεί μία παρακαταθήκη για το μέλλον. Δημιούργησε το έδαφος για όξυνση της κριτικής συνείδησης και τις προϋποθέσεις ώστε όλος αυτός ο κόσμος να ξαναβρεθεί στο δρόμο και να αντιπαρατεθεί άμεσα με τις επιλογές των διαχειριστών της εξουσίας (είτε πρόκειται για τη νεοφιλελεύθερη είτε για τη σοσιαλδημοκρατική εκδοχή τους), Η συλλογικοποίηση και αυτοοργάνωση του αγώνα έξω και απέναντι από κομματικούς/αιτηματικούς μηχανισμούς αποτελεί επιδίωξή μας, στην κατεύθυνση της διάχυσης στην κοινωνία ενός συνολικού απελευθερωτικού προτάγματος.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *